ξεκακιώνω

ξεκακιώνω
ξεκάκιωσα, ξεκακιωμένος, παύω να είμαι θυμωμένος, ξεθυμώνω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεκακιώνω — 1. (για μικρά παιδιά ή, με θωπευτική σημ., για γυναίκες) ξεθυμώνω 2. (για τον καιρό) μαλακώνω, βελτιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κακιώνω] …   Dictionary of Greek

  • ξεκάκιωμα — το [ξεκακιώνω] το αποτέλεσμα τού ξεκακιώνω, ξεθύμωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”